τριβεύς

τριβεύς
τρῐβ-εύς, έως, ,
A rubber, masseur, PCair.Zen.675.1 (iii B. C.), PLond. ined. 2087 (iii B. C.), Str.15.1.55.
2 = δοῖδυξ, pestle, Gal.13.850, AB 239, Gloss.; = ἀλετρίβανος, EM59.57.
II in Mechanics, a rim or flange to take the pressure of a nut, Ph.Bel.53.19; = ἐντορνία, Hero Bel.97.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τριβεύς — rubber masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβῆς — τριβεύς rubber masc nom pl τριβεύς rubber masc nom/voc pl τριβή rubbing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβέων — τριβεύς rubber masc gen pl τριβέω̆ν , τριβεύς rubber masc gen pl τριβή rubbing fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβᾶς — τριβεύς rubber masc acc pl τριβή rubbing fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβεῖς — τρίβω rub aor subj pass 2nd sg (epic) τριβεύς rubber masc acc pl τριβεύς rubber masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβέως — τριβέω̆ς , τριβεύς rubber masc gen sg τριβεύς rubber masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λινοπλύνας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τριβεύς». [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πλύνας (< πλύνω)] …   Dictionary of Greek

  • πιπεροτριβεύς — έως, ὁ, Α δοχείο στο οποίο έτριβαν το πιπέρι, πιπεροτρίφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίπερι + τριβεύς (< τρίβω)] …   Dictionary of Greek

  • τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… …   Dictionary of Greek

  • τριβέας — ο / τριβεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. τεχνολ. κυλινδρικό τεμάχιο, συνήθως ορειχάλκινο, με εσωτερική επίστρωση από λευκό μέταλλο πάνω στο οποίο στηρίζεται άτρακτος ή άλλο μέρος μηχανής που στρέφεται 2. (μεταλλ.) μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

  • τριβείο — το, Ν [τριβεύς] τεχνολ. μηχανή που επιτρέπει μέσω δονητικής ή περιστροφικής κινήσεως και με λειαντικά μέσα τη στίλβωση επιφανειών από μάρμαρο, ξύλο, δέρμα κ.ά. (α. «τριβείο με τύμπανα» β. «τριβείο δίσκου» γ. «τριβείο ταινίας» δ. «τριβείο πλατιάς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”